- συνεστεφανοῦτο
- συστεφανόομαιimperf ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συμπαιανίζω — και δ. γρφ. συμπαιωνίζω Α [παιανίζω] 1. ψάλλω παιάνα μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον («καὶ συνεστεφανοῡτο καὶ συνεπαιάνιζεν Φιλίππῳ», Δημοσθ.) 2. (κατ επέκτ.) φωνάζω, κραυγάζω μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο … Dictionary of Greek